ὑπόφασις

ὑπόφασις
ὑπόφασις
a being half seen
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποφάσεις — ὑπόφασις a being half seen fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόφασις a being half seen fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφάσιας — ὑπόφασις a being half seen fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφάσιες — ὑπόφασις a being half seen fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφάσιος — ὑπόφασις a being half seen fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόφασιν — ὑπόφασις a being half seen fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόφαση — η / ὑπόφασις, άσεως, ΝΑ [ὑποφαίνω] νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών, με μισόκλειστα βλέφαρα ώστε να φαίνεται μέρος μόνο τού βολβού αρχ. 1. το να είναι τα μάτια μισάνοιχτα κατά τη διάρκεια τού ύπνου, το να λαγοκοιμάται κανείς 2. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”